- αφιλοχρήματος
- -η, -ο (AM ἀφιλοχρήματος, -ον)αυτός που δεν είναι φιλοχρήματος, ο αφιλοκερδής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αφιλοχρήματος — η, ο αυτός που δεν αγαπά τα χρήματα, ο αφιλόκερδος: Όλοι παραδέχονταν πως ήταν άνθρωπος αφιλοχρήματος. Ουσ. αφιλοχρηματία, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανιδιοτελής — ( ούς), ές αυτός που δεν αποβλέπει στο προσωπικό του συμφέρον, αφιλοχρήματος, αφιλοκερδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ιδιοτελής. Η λ. μαρτυρείται στον καθηγητή και συγγραφέα Αλέξανδρο Ραγκαβή] … Dictionary of Greek
ανώτερος — η, ο (Α ἀνώτερος, α, ον) υψηλότερος, υπέρτερος νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται σε υψηλότερη διαβάθμιση ή κατέχει υψηλότερο αξίωμα από άλλους 2. φρ. α) «ανώτερος άνθρωπος» αξιόλογος, εκλεκτός, ολοκληρωμένος ηθικά και πνευματικά β) «ανώτερος… … Dictionary of Greek